- ὀρόφῳ
- ὄροφοςreed used for thatching housesmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροφώ — (ΑΜ ὀροφῶ, όω) [οροφή / όροφος] επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῑς», Πλούτ.) μσν. μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω αρχ. δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης … Dictionary of Greek
ὀρόφωι — ὀρόφῳ , ὄροφος reed used for thatching houses masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθώ — καλαθῶ, όω (Μ) [κάλαθος] καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος τής στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ* … Dictionary of Greek
κατοροφώ — κατοροφῶ, όω (Μ) καλύπτω με οροφή, επιστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀροφῶ «καλύπτω με οροφή»] … Dictionary of Greek
οροφωτής — ὀροφωτής, ὁ (Μ) [οροφώ] ο κατασκευαστής οροφών, στεγών … Dictionary of Greek
οροφωτός — ὀροφωτός, ή, όν (ΑΜ) [οροφώ] αυτός που φέρει οροφή, στεγασμένος, σκεπαστός … Dictionary of Greek
ορόφωμα — το (Α ὀρόφωμα) [οροφώ] οροφή, στέγη … Dictionary of Greek
ορόφωση — η (ΑΜ ὀρόφωσις) [οροφώ] κατασκευή οροφής, στέγασμα, ταβάνωμα αρχ. κατασκευή θόλων … Dictionary of Greek
περιοροφώ — όω, Μ στεγάζω κυκλικά με οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀροφῶ (< ὀροφή)] … Dictionary of Greek
συνοροφώ — όω, Α επιστεγάζω με οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀροφῶ «στεγάζω, σκεπάζω» (< ὀροφή / ὄροφος)] … Dictionary of Greek